μαρίλη

μαρίλη
μαρίλη
Grammatical information: f.
Meaning: `glowing ashes', opposed to ἄνθραξ `glowing coals' and σποδός, -ιά `ashes' (IA.);
Other forms: (Arist. also σμ-.) Photius cites a form μαρείνη which he connects with μαραίνω.
Compounds: μαριλο- καύτης `charcoal-burner' (S.; Fraenkel Nom. ag. 1, 13).
Derivatives: Diminutive μαρύλλια pl. (P.Leid. Χ. 56; after the dimin. in -ύλλιον); μαριλ-εύω `change into glowing ashes, burn coals' with -ευτής (Poll.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like μυστίλη, ζωμ-ίλη, στροβ-ίλη (-ῑλος) etc. (Chantraine Form. 249); the ī may belong to the stem, s. on μαρμαίρω. The form with σμ- shows thatthe word is Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,175-176

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαρίλη — η (Α μαρίλη και μαρίλα) 1. τέφρα, στάχτη η οποία παράγεται από κάρβουνα που καίγονται 2. λεπτή σκόνη από κάρβουνο, καρβουνόσκονη νεοελλ. λεπτή σκόνη από ξυλάνθρακες που χρησιμοποιείται για την παρασκευή πυρίτιδας αρχ. διάπυρη τέφρα, χόβολη.… …   Dictionary of Greek

  • μαρίλη — μαρί̱λη , μαρίλη embers of charcoal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρίλῃ — μαρί̱λῃ , μαρίλη embers of charcoal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρίλιον — και μαρίλλιον, τὸ (Α) [μαρίλη] η μαρίλη* …   Dictionary of Greek

  • μαριλεύω — (Α) [μαρίλη] παράγω μαρίλη, στάχτη, χόβολη, καίγοντας κάρβουνα …   Dictionary of Greek

  • μαριλοκαύτης — μαριλοκαύτης, ου, ὁ (Α) αυτός που καίει ή παρασκευάζει μαρίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + καύτης (< καίω)] …   Dictionary of Greek

  • μαριλοπότης — μαριλοπότης, ου, ὁ (Α) (για σιδηρουργό) αυτός που καταπίνει μαρίλη, δηλ. σκόνη από κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + πότης (πρβλ. γαλακτο πότης, οινο πότης)] …   Dictionary of Greek

  • σμαρίλη — ἡ, Α μαρίλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μαρίλη*. Για το αρκτικό σ πρβλ. μικρός: σμικρός] …   Dictionary of Greek

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • μαριεύς — μαριεύς, έως, ὁ (Α) λίθος ο οποίος αναφλέγεται όταν στάξει κανείς νερό πάνω στην επιφάνειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με μαρίλη*] …   Dictionary of Greek

  • μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”